σέδο(ν)

σέδο(ν)
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά με τις κοινές ονομασίες πετρόχορτα, κοχυλόχορτα, αμάραντα, κουκκοστάφυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sedum «είδος βοτάνου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σέδο — (Sedum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών. Είναι ποώδη φυτά ή χαμηλοί θάμνοι με παχιά και σαρκώδη φύλλα. Το σ. είναι μικρό χυμώδες φυτό που φυτρώνει στους τοίχους και τους βράχους και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζωτικότητα. Ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρότιον — θεοβρότιον, το (Α) το φυτό αειθαλές τού γένους σέδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βιβρώσκω «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • σεδίνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές που περιέχεται στο φυτό σέδο και κυρίως στο είδος Sedum acre, έχει δριμεία γεύση και η απορρόφησή του από τον οργανισμό μπορεί να προκαλέσει παράλυση ή και θάνατο ακόμη, αλλά και που χρησιμοποιείται ως φάρμακο στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”